- Αμμωνιακός
- Ἀμμωνιακός -ή, -όν (Α) [Ἄμμων]αυτός που αναφέρεται στον Άμμωνα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμμωνιακός — ή, ό [αμμωνία] αυτός που αναφέρεται στην αμμωνία, που παράγεται από αυτήν ή περιέχει αμμωνία … Dictionary of Greek
αμμωνιακός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με την αμμωνία ή παράγεται απ αυτή: Το νισαντίρι είναι το αμμωνιακό αλάτι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀμμωνιακῶν — Ἀμμωνιακός Zeus fem gen pl Ἀμμωνιακός Zeus masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμμωνιακόν — Ἀμμωνιακός Zeus masc acc sg Ἀμμωνιακός Zeus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμμωνιακοῖς — Ἀμμωνιακός Zeus masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμμωνιακοί — Ἀμμωνιακός Zeus masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμμωνιακοῦ — Ἀμμωνιακός Zeus masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμμωνιακούς — Ἀμμωνιακός Zeus masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμμωνιακῆς — Ἀμμωνιακός Zeus fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀμμωνιακῇ — Ἀμμωνιακός Zeus fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)